δύσοσμος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσοσμος]] και [[δύσοδμος]], -ον)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται δύσκολα [[αισθητός]] με την όσφρηση<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ασθενική όσφρηση<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δύσοσμον</i><br />το [[σκόρδο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δύσοσμος]] και [[δύσοδμος]], -ον)<br />αυτός που αναδίδει δυσάρεστη [[οσμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει δύσκολη την όσφρηση («οἱ ὄμβροι... ὀσμὰς ἄγοντες τὴν γῆν ποιοῡσι δύσοσμον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται δύσκολα [[αισθητός]] με την όσφρηση<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ασθενική όσφρηση<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δύσοσμον</i><br />το [[σκόρδο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσοσμος:''' Ιων. -οδμος, -ον ([[ὀσμή]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που βρωμάει, [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[δύσκολος]] να τον μυρίσει [[κάποιος]], αυτός που δεν μπορεί να ανιχνευθεί εύκολα, λέγεται για το [[κυνήγι]], σε Ξεν.
}}
}}