ἐκκρουστικός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]].
|mltxt=-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)<br />αυτός που συντελεί σε [[έκκρουση]], σε [[απώθηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκρουστικός:''' выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.
}}
}}

Revision as of 08:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρουστικός Medium diacritics: ἐκκρουστικός Low diacritics: εκκρουστικός Capitals: ΕΚΚΡΟΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekkroustikós Transliteration B: ekkroustikos Transliteration C: ekkroustikos Beta Code: e)kkroustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fitted for expelling, τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a22 ; τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

German (Pape)

[Seite 765] ή, όν, zum Herausstoßen geeignet, verdrängend, ἐλέου Arist. rhet. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρουστικός: -ή, -όν, ἀποκρουστικός, κατάλληλος πρὸς ἀπόκρουσιν, ἀποδίωξιν, τοῦ ἐλέου Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 12· τοῦ λόγου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 29.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à chasser, à repousser.
Étymologie: ἐκκρούω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que rechaza, incompatible τὸ γὰρ δεινὸν ... ἐκκρουστικὸν τοῦ ἐλέου Arist.Rh.1386a23, φαντασίαι ... ἐκκρουστικαὶ τοῦ λόγου Arr.Epict.2.18.29.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐκρουστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί σε έκκρουση, σε απώθηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρουστικός: выталкивающий, изгоняющий: τὸ δεινὸν ἐκκρουστικόν (ἐστιν) τοῦ ἐλέου Arst. страх вытесняет жалость.