ἔκκυνος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔκκυνος]], -ον (Α)<br />(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται [[μακριά]] από τα ίχνη.
|mltxt=[[ἔκκυνος]], -ον (Α)<br />(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται [[μακριά]] από τα ίχνη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔκκῠνος:''' -ον ([[κύων]]), λέγεται για κυνηγετικό [[σκύλο]], αυτός που ψάχνει, που αναζητά, [[χωρίς]] να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο [[ίχνος]] ή μια ιδιαίτερη [[οσμή]], αυτός που χάνεται στην [[ιχνηλασία]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκῠνος Medium diacritics: ἔκκυνος Low diacritics: έκκυνος Capitals: ΕΚΚΥΝΟΣ
Transliteration A: ékkynos Transliteration B: ekkynos Transliteration C: ekkynos Beta Code: e)/kkunos

English (LSJ)

ον, (κύων) of a hound,

   A questing about, X.Cyn.7.10, Poll.5.65.    II ἔκκυνοι· νόσημά τι κυνῶν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 765] der Spürhund, der nicht eine Spur verfolgt, sondern reviert, Xen. Cyn. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκῠνος: -ον, (κύων) ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνὸς μὴ ἀκολουθοῦντος εἰς ὡρισμένα ἴχνη, ἀλλ’ ἐρευνῶντος ἄνω κάτω καὶ πανταχοῦ, Ξεν. Κυν. 7. 11, Πολυδ. Ε΄, 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perd ou ne poursuit pas la piste.
Étymologie: ἐκ, κύων.

Spanish (DGE)

-ον
de perros que abandona el rastro, que se separa de la jauría X.Cyn.7.10, Poll.5.65; interpr. como νόσημά τι κυνῶν prob. por entenderlo como pérdida del olfato, Hsch.

Greek Monolingual

ἔκκυνος, -ον (Α)
(για σκυλιά) αυτός που περιπλανιέται μακριά από τα ίχνη.

Greek Monotonic

ἔκκῠνος: -ον (κύων), λέγεται για κυνηγετικό σκύλο, αυτός που ψάχνει, που αναζητά, χωρίς να ακολουθεί ένα συγκεκριμένο ίχνος ή μια ιδιαίτερη οσμή, αυτός που χάνεται στην ιχνηλασία, σε Ξεν.