Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκπεραίνω]] (AM)<br />[[πραγματοποιώ]], [[επαληθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[έργο]]) συντελούμαι.
|mltxt=[[ἐκπεραίνω]] (AM)<br />[[πραγματοποιώ]], [[επαληθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[έργο]]) συντελούμαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπεραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[φέρνω]] εις [[πέρας]], [[τελειώνω]], σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεραίνω Medium diacritics: ἐκπεραίνω Low diacritics: εκπεραίνω Capitals: ΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: ekperaínō Transliteration B: ekperainō Transliteration C: ekperaino Beta Code: e)kperai/nw

English (LSJ)

   A finish off, A.Fr.78; βίοτον E.HF428 (lyr.):—Pass., of oracles, to befulfilled, Id.Ion785, Cyc.696; of works, to be accomplished, X.An.5.1.13.

German (Pape)

[Seite 771] ganz durch-, zu Ende bringen; βίον Eur. Herc. Fur. 428; πράγματα Plat. epist. VII, 333 b; ἢν ταῦτα ἡμῖν μὴ περαίνηται, wenn dies nicht ins Werk gesetzt wird, Xen. An. 5, 1, 13; χρησμὸς ἐκπεραίνεται, geht in Erfüllung, Eur. Ion 799; Cycl. 696.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· βίοτον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 428: - Παθ. ἐπὶ χρησμῶν, ἐκπληροῦμαι, Εὐρ. Ἴων 785, Κύκλ. 696· ἐπὶ ἔργων, συντελοῦμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

conduire à terme, achever, accomplir.
Étymologie: ἐκ, περαίνω.

Spanish (DGE)

1 llevar a cabo, realizar Λέσβιον φατνώματι κῦμ' ... ἐκπεραινέτω que realice en el artesonado una moldura lesbia A.Fr.78, οὐκ ὀλίγα πράγματα Pl.Ep.333b, en v. pas. πῶς δ' ὁ χρησμὸς ἐκπεραίνεται σαφέστερόν μοι E.Io 785, cf. Cyc.696, ἢν ... μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε ἀρκεῖν πλοῖα si no son construidas naves suficientes X.An.5.1.13.
2 terminar ἵν' ἐκπεραίνει τάλας βίοτον donde está terminando su vida el desdichado E.HF 428.

Greek Monolingual

ἐκπεραίνω (AM)
πραγματοποιώ, επαληθεύω
αρχ.
1. τελειώνω
2. (για έργο) συντελούμαι.

Greek Monotonic

ἐκπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.