ἐκπροχέω: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπροχέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] να χυθούν, να στάξουν [[προς]] τα [[εμπρός]] («λοιβὰς ἐκπροχέων»)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]], [[εκστομίζω]] («ἐκπροχέων ἰαχάν»)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»). | |mltxt=[[ἐκπροχέω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] να χυθούν, να στάξουν [[προς]] τα [[εμπρός]] («λοιβὰς ἐκπροχέων»)<br /><b>2.</b> [[βγάζω]], [[εκστομίζω]] («ἐκπροχέων ἰαχάν»)<br /><b>3.</b> [[αφήνω]] να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπροχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, [[χύνω]] έξω, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.) ; πλοκάμους ib.22 (Simm.) ; ὄσσων δάκρυον IG14.2123.
German (Pape)
[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.
French (Bailly abrégé)
épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.
Spanish (DGE)
1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).
Greek Monolingual
ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).
Greek Monotonic
ἐκπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.