ἐμπετάννυμι: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπετάννυμι]] και ἐμπεταννύω (Α)<br />[[εκτείνω]], [[απλώνω]]. | |mltxt=[[ἐμπετάννυμι]] και ἐμπεταννύω (Α)<br />[[εκτείνω]], [[απλώνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπετάννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-πετάσω</i>, (<i>ἐν</i>)· [[ξεδιπλώνω]] και [[απλώνω]], [[εκτείνω]] [[ολόγυρα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἐμπεταννύω, fut. -πετάσω (v. infr.),
A to unfold and spread in or on, X.Cyr.1.6.40, J.BJ3.7.10: metaph., σφιν ἐμπετάσει λάθαν will spread oblivion, Hymn.Is.22:—Pass., to be spread, ἐπί τινος Callix.1. II in Pass., ἐ. ὕφεσι to be hung about with cloths, Socr.Rhod.1.
German (Pape)
[Seite 812] (s. πετάννυμι), darin, darüber ausbreiten; ἔν τινι, τὰ δίκτυα, Xen. Cyr. 1, 6, 40; οἱ τοῖχοι διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι , mit Tapeten behangen, bei Ath. IV, 147 f; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπετάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -πετάσω, κρεμῶ, ἐκτείνω ὁλόγυρα, ἐν τούτοις δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες ἂν Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· μεταφ., σφιν ἐμπετάσει λάθαν Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 22. - Παθ., κρέμαμαι, αὐλαῖαι... ἁλουργεῖς ἐνεπετάννυντο Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 206Α. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἦσαν δὲ... οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι, κεκαλυμμένοι μὲ κρεμαστὰ ἁλουργῆ καὶ διάχρυσα ὑφάσματα, Σωκράτης ὁ Ρόδιος παρ’ Ἀθην. 147F.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνεπετάννυον;
1 déployer, étendre sur;
2 couvrir en déployant.
Étymologie: ἐν, πετάννυμι.
Spanish (DGE)
1 desplegar, extender βύρσας νεοδόρους βοῶν I.BI 3.173, en v. pas. (διατόναια) ἐφ' ὧν αὐλαῖαι ... ἐνεπετάννυντο rieles sobre los que se desplegaban cortinajes Callix.1 (p.165.3), τὸ κάλυμμα ... ἐμπετασθέν Str.3.4.16
•fig. οὐδὲ ποτέ σφιν ἐμπετάσει λάθαν ὁ ... αἰών Hymn.Is.22 (Andros).
2 c. dat. instrum. cubrir, recubrir ὀθόνῃ τὰ ὄμματά μου ἐμπετάσαντες Luc.Asin.42, en v. pas. τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι muros recubiertos con tapices teñidos de púrpura y bordados en oro Socr.Rhod.1.
Greek Monolingual
ἐμπετάννυμι και ἐμπεταννύω (Α)
εκτείνω, απλώνω.
Greek Monotonic
ἐμπετάννῡμι: ή -ύω, μέλ. -πετάσω, (ἐν)· ξεδιπλώνω και απλώνω, εκτείνω ολόγυρα, σε Ξεν.