ἐμπόδισμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αμπόδισμα και [[μπόδισμα]], το (AM [[ἐμπόδισμα]], Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)<br />[[εμπόδιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόδιο]] για να κρατά την πόρτα ανοιχτή<br /><b>2.</b> [[φυσικό]] [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> [[άρνηση]].
|mltxt=και αμπόδισμα και [[μπόδισμα]], το (AM [[ἐμπόδισμα]], Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)<br />[[εμπόδιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόδιο]] για να κρατά την πόρτα ανοιχτή<br /><b>2.</b> [[φυσικό]] [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> [[άρνηση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπόδισμα:''' ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).
}}
}}

Revision as of 19:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόδισμα Medium diacritics: ἐμπόδισμα Low diacritics: εμπόδισμα Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΜΑ
Transliteration A: empódisma Transliteration B: empodisma Transliteration C: empodisma Beta Code: e)mpo/disma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impediment, hindrance, Pl.Plt.295b, D.3.4.

German (Pape)

[Seite 815] τό, das Hinderniß, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.

Greek Monolingual

και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπόδισμα: ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).