ἐνιπλήσσω: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνιπλήσσω]] (Α) (επικ. τ. του [[ἐμπλήσσω]])<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]], [[εμπίπτω]] («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε [[μέσα]] στη σκαμμένη τάφρο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι, [[εφορμώ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι<br />εμπελάσαντες, πλησιάσαντες». | |mltxt=[[ἐνιπλήσσω]] (Α) (επικ. τ. του [[ἐμπλήσσω]])<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[μέσα]], [[εμπίπτω]] («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε [[μέσα]] στη σκαμμένη τάφρο, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι, [[εφορμώ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι<br />εμπελάσαντες, πλησιάσαντες». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνιπλήσσω:''' Επικ. αντί ἐμ-[[πλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. for ἐμπλήσσω.
German (Pape)
[Seite 845] u. ähnl., p. = ἐμπλήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνιπλήσσω: Ἐπικ. ἀντὶ ἐμπλήσσω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἐμπλήσσω.
English (Autenrieth)
aor. subj. ἐνιπλήξω: intrans., dash into, rush into; τάφρῳ, ἕρκει, Μ , Od. 22.469.
Greek Monolingual
ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. του ἐμπλήσσω)
1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» — και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.)
2. πλήττω, χτυπώ
3. επιτίθεμαι, εφορμώ
4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι
εμπελάσαντες, πλησιάσαντες».
Greek Monotonic
ἐνιπλήσσω: Επικ. αντί ἐμ-πλήσσω.