ἐνράπτω: Difference between revisions

4
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνράπτω]] (Α) [[ράπτω]]<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=[[ἐνράπτω]] (Α) [[ράπτω]]<br />[[ράβω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[ράβω]] [[κάτι]] μέσα σε [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τι εἴς τι</i>· ομοίως και στη Μέσ., σε Ηρόδ. — Παθ., ράβομαι μέσα σε, με δοτ., σε Ευρ.
}}
}}