Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνωμοτάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἐνωμοτάρχης]] και [[ἐνωμόταρχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπαξιωματικός]] της χωροφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] ενωμοτίας.
|mltxt=ο (Α [[ἐνωμοτάρχης]] και [[ἐνωμόταρχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπαξιωματικός]] της χωροφυλακής<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρχηγός]] ενωμοτίας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνωμοτάρχης:''' ή -αρχος, -ου, ὁ, [[αρχηγός]] <i>ἐνωμοτίας</i>, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνωμοτάρχης Medium diacritics: ἐνωμοτάρχης Low diacritics: ενωμοτάρχης Capitals: ΕΝΩΜΟΤΑΡΧΗΣ
Transliteration A: enōmotárchēs Transliteration B: enōmotarchēs Transliteration C: enomotarchis Beta Code: e)nwmota/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A leader of an ἐνωμοτία (q. v.), Th.5.66 codd., X.Lac.11.4, Ascl.Tact.2.2:—also ἐνωμότ-αρχος, X.An.3.4.21 (v.l.), Arr. Tact.6.2.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, = Folgdm; Thuc. 5, 66 Xen. An. 3, 4, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωμοτάρχης: -ου, ὁ ἀρχηγὸς ἐνωμοτίας (ἴδε τὴν λέξιν), Θουκ. 5. 66, Ξεν. Λακ. 11, 4· ὡσαύτως ἐνωμόταρχος, ὁ αὐτ. Ἀν. 3. 4, 21 (μετὰ δι. γραφ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef d’une troupe de 32 ou 36 hommes.
Étymologie: ἐνώμοτος, ἄρχω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ milit., en el ejército de Esparta, cargo de enomotarca, jefe de una enomotía Th.5.66 (cód.), X.Lac.11.4 (cód.), Robert, Et.Epigr.et Phil.307 (Acarnas IV a.C.), Ascl.Tact.2.2, Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.2, Max.Tyr.27.7.

Greek Monolingual

ο (Α ἐνωμοτάρχης και ἐνωμόταρχος)
νεοελλ.
υπαξιωματικός της χωροφυλακής
αρχ.
αρχηγός ενωμοτίας.

Greek Monotonic

ἐνωμοτάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ, αρχηγός ἐνωμοτίας, σε Θουκ., Ξεν.