ἐξαμύνομαι: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=[[ἐξαμύνομαι]] (Α)<br />[[αποκρούω]] κάποιον ή [[κάτι]], [[αμύνομαι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[εξουδετερώνω]], [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]] [[κάτι]] («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό [[ψύχος]], <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξᾰμύνομαι:''' [ῡ], μέλ. <i>-αμῠνοῦμαι</i>, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι [[απομακρύνω]] από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], Med.,
A ward off from oneself, drive away, νόσους A. Pr.483; αἶθρον θεοῦ E.Supp.208; τινά Id.Or.269:—Act. is dub. l. in Them.Or.23.284b.
German (Pape)
[Seite 867] von sich abwehren, abhalten; νόσους Aesch. Prom. 481; θεάς Eur. Or. 269; αἶθόν τ' ἐξαμύνασθαι θεοῦ Suppl. 208. – Das act. ἐξαμύνας, Them. 23 p. 284 b, ist zw.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. ἐξαμύνασθαι;
repousser loin de soi.
Étymologie: ἐξ, ἀμύνω.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰμύνομαι)
• Prosodia: [-ῡ-]
protegerse, defenderse de τὰς ἁπάσας ... νόσους A.Pr.483, αἶθόν <τ'> ἐξαμύνασθαι θεοῦ protegerse del fuego divino E.Supp.208, τόξα ... οἷς ... ἐξαμύνεσθαι θεάς E.Or.269
•abs. ἵν' ἐξαμύνοιτο μὲν αὐτὸς Cyr.Al.Dial.Trin.1.388d
•en v. act. dud. ὁ ἐξαμύνας Them.Or.23.284b.
Greek Monolingual
ἐξαμύνομαι (Α)
αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰμύνομαι: [ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι απομακρύνω από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.