Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπανείρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπανείρομαι]] και [[ἐπανέρομαι]] (Α) [[είρομαι]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] επανειλημμένως ερωτήσεις, [[εξετάζω]] κατ' [[επανάληψη]] ή με λεπτομέρειες («[[τάδε]] σ' ἐπανερόμαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] [[πάλι]], [[ξαναρωτώ]].
|mltxt=[[ἐπανείρομαι]] και [[ἐπανέρομαι]] (Α) [[είρομαι]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] επανειλημμένως ερωτήσεις, [[εξετάζω]] κατ' [[επανάληψη]] ή με λεπτομέρειες («[[τάδε]] σ' ἐπανερόμαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] [[πάλι]], [[ξαναρωτώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπανείρομαι:''' Her. = [[ἐπανέρομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανείρομαι Medium diacritics: ἐπανείρομαι Low diacritics: επανείρομαι Capitals: ΕΠΑΝΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: epaneíromai Transliteration B: epaneiromai Transliteration C: epaneiromai Beta Code: e)panei/romai

English (LSJ)

or ἐπαν-έρομαι (Hp.Prog.7),

   A question again and again, Hdt.1.91,3.32: Trag. and Att. only in aor. 2 ἐπανηρόμην, τάδε σ' ἐπανερόμαν A.Pers.973 (lyr.); μηδ' αὖθις ἐπανέρῃ με Ar.Ra.439; inquire further, Hp.l.c.    2 ask again, εἰ ἐπανέροιτό τινά τι Pl.Prt.329a, cf. Grg.451b; ὅντινα . . J.AJ18.6.6.

German (Pape)

[Seite 902] ion. = ἐπανέρομαι, Her. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανείρομαι: ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ αὖτις ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ πάλιν, εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρομαι.

Greek Monolingual

ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) είρομαι
1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ' επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ' ἐπανερόμαν», Αισχύλ.)
2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανείρομαι: Her. = ἐπανέρομαι.