επένθεση: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(13)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπένθεσις]]) [[επεντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[παρεμβολή]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> η [[ανάπτυξη]] [[μέσα]] σε [[λέξη]] ή [[ομάδα]] φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική [[προέλευση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατόπιση]] του <i>j</i> [[πριν]] από τον έρρινο, [[υγρό]] ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο [[σχηματισμός]] διφθόγγου με το προηγούμενο [[φωνήεν]] («<i>φανjω</i>)&GT; [[φαίνω]], <i>καθαρjω</i> &GT; [[καθαίρω]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθεση]], [[τοποθέτηση]] φαρμάκου [[πάνω]] σε [[πληγή]].
|mltxt=η (AM [[ἐπένθεσις]]) [[επεντίθημι]]<br /><b>1.</b> [[παρεμβολή]] [[ανάμεσα]]<br /><b>2.</b> η [[ανάπτυξη]] [[μέσα]] σε [[λέξη]] ή [[ομάδα]] φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική [[προέλευση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατόπιση]] του <i>j</i> [[πριν]] από τον έρρινο, [[υγρό]] ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο [[σχηματισμός]] διφθόγγου με το προηγούμενο [[φωνήεν]] («<i>φανjω</i>)> [[φαίνω]], <i>καθαρjω</i> > [[καθαίρω]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθεση]], [[τοποθέτηση]] φαρμάκου [[πάνω]] σε [[πληγή]].
}}
}}

Latest revision as of 15:14, 15 January 2019

Greek Monolingual

η (AM ἐπένθεσις) επεντίθημι
1. παρεμβολή ανάμεσα
2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση)
νεοελλ.
η μετατόπιση του j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο σχηματισμός διφθόγγου με το προηγούμενο φωνήενφανjω)> φαίνω, καθαρjω > καθαίρω»)
αρχ.
επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου πάνω σε πληγή.