Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπόρπημα: Difference between revisions

From LSJ
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπόρπημα]], τὸ (Α) [[επιπορπούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] που πορπώνεται, στερεώνεται με [[πόρπη]] στους ώμους, [[επενδύτης]], [[είδος]] πανωφοριού<br /><b>2.</b> [[μανδύας]], [[ενδυμασία]] κιθαρωδού<br /><b>3.</b> [[στολίδι]] της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
|mltxt=[[ἐπιπόρπημα]], τὸ (Α) [[επιπορπούμαι]]<br /><b>1.</b> [[ένδυμα]] που πορπώνεται, στερεώνεται με [[πόρπη]] στους ώμους, [[επενδύτης]], [[είδος]] πανωφοριού<br /><b>2.</b> [[μανδύας]], [[ενδυμασία]] κιθαρωδού<br /><b>3.</b> [[στολίδι]] της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπόρπημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, [[κάθε]] [[ένδυμα]] που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, [[μανδύας]], [[κάπα]], [[πανωφόρι]], [[πέπλος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπόρπημα Medium diacritics: ἐπιπόρπημα Low diacritics: επιπόρπημα Capitals: ΕΠΙΠΟΡΠΗΜΑ
Transliteration A: epipórpēma Transliteration B: epiporpēma Transliteration C: epiporpima Beta Code: e)pipo/rphma

English (LSJ)

Dor. ἐπιπόρπ-ᾱμα, ατος, τό,

   A garment buckled over the shoulders, cloak, mantle, part of the dress of a musician, Pl.Com.10, App.Pun. 109.

German (Pape)

[Seite 972] τό, = ἐπιπόρπαμα, App. Pun. 8, 109.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, τό, ὡς τὸ ἐμπερόνημα, πᾶν ἔνδυμα κομβωνόμενον ἐπὶ τῶν ὤμων, ἰδίως μανδύας, ἐνδυμασία κιθαρῳδοῦ, ὡς Πλάτων ὁ Κωμικ. ἐν «Ταῖς ἀφ’ ἱερῶν» 2, Πλουτ. Ἀλέξ. 32· πρβλ. περονατρίς.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement agrafé sur l’épaule.
Étymologie: ἐπί, πόρπη.

Greek Monolingual

ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) επιπορπούμαι
1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού
2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού
3. στολίδι της πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο.

Greek Monotonic

ἐπιπόρπημα: Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό, κάθε ένδυμα που κουμπώνεται πάνω απ' τους ώμους, μανδύας, κάπα, πανωφόρι, πέπλος, σε Πλούτ.