ἐπιρρήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρήγνυμι]] (Α) [[ρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]] («[[πέπλον]] δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[σπάζω]], [[παραβιάζω]].
|mltxt=[[ἐπιρρήγνυμι]] (Α) [[ρήγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[σχίζω]], [[ξεσχίζω]] («[[πέπλον]] δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῡ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[σπάζω]], [[παραβιάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιρρήγνῡμι:''' μέλ. <i>-ρήξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπέρρηξα</i>· [[αποσπώ]], [[ξεσχίζω]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήγνῡμι Medium diacritics: ἐπιρρήγνυμι Low diacritics: επιρρήγνυμι Capitals: ΕΠΙΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: epirrḗgnymi Transliteration B: epirrēgnymi Transliteration C: epirrignymi Beta Code: e)pirrh/gnumi

English (LSJ)

   A rend, πέπλον δ' ἐπέρρηξ' ἐπὶ συμφορᾷ A.Pers.1030 (lyr.); split, Heliod. ap. Orib.48.21.3; break, νάρθηκας Alciphr.3.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω: ἀόρ. ἐπέρρηξα: - ῥηγνύω, «ξεσχίζω», πέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπὶ συμφορᾷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 1028. Πρβλ. ἐπιρράσω, ἐπιρρήσω, ἐπίρρακτος.

French (Bailly abrégé)

briser en frappant sur.
Étymologie: ἐπί, ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

ἐπιρρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σχίζω, ξεσχίζωπέπλον δ’ ἐπέρρηξ’ ἐπί συμφορᾷ κακοῡ», Αισχύλ.)
2. διαρρηγνύω, σπάζω, παραβιάζω.

Greek Monotonic

ἐπιρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, αόρ. αʹ ἐπέρρηξα· αποσπώ, ξεσχίζω, σε Αισχύλ.