επίνοια: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπίνοια]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]] («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κάποιος]], η [[εφευρετικότητα]] («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεύρεση]], [[επινόημα]] («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]] («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> δεύτερη [[σκέψη]] («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατανόηση]] («κοινὴ [[ἐπίνοια]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σημασία]], [[νόημα]] της λέξης<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[αναπόληση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἐπίνοιαν» — [[κατά]] [[ιδέα]]<br />αντίθ. του «[[κατά]] περίπτωσιν» στους στωικούς<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νοια</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>νοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]]].
|mltxt=η (AM [[ἐπίνοια]])<br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[ιδέα]], [[γνώμη]] («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αντίληψη]], [[ιδέα]] («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ικανότητα]] να επινοεί [[κάποιος]], η [[εφευρετικότητα]] («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εφεύρεση]], [[επινόημα]] («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πρόθεση]], [[σκοπός]], [[σχέδιο]] («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> δεύτερη [[σκέψη]] («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατανόηση]] («κοινὴ [[ἐπίνοια]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[σημασία]], [[νόημα]] της λέξης<br /><b>7.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[αναπόληση]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «κατ’ ἐπίνοιαν» — [[κατά]] [[ιδέα]]<br />αντίθ. του «[[κατά]] περίπτωσιν» στους στωικούς<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>νοια</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>νοος</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]]].
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

η (AM ἐπίνοια)
1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.)
2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῖν», Αριστοφ.)
2. εφεύρεση, επινόημα («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», Αριστοφ.)
3. πρόθεση, σκοπός, σχέδιο («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», Ευρ.)
4. δεύτερη σκέψη («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», Σοφ.)
5. κατανόηση («κοινὴ ἐπίνοια», Πολ.)
6. σημασία, νόημα της λέξης
7. (ψυχολ.) αναπόληση
8. φρ. «κατ’ ἐπίνοιαν» — κατά ιδέα
αντίθ. του «κατά περίπτωσιν» στους στωικούς
9. φρ. «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -νοια < -νοος < νους].