ἐπιτελείωσις: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτελείωσις]], ἡ (Α) [[επιτελειώ]]<br /><b>1.</b> [[συμπλήρωση]], [[επιτέλεση]] («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχαριστήρια [[θυσία]] για τη [[γέννηση]] παιδιού («[[μήτε]] γὰρ εἰς γάμους ἴτω [[μήτε]] εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> τέλεια, ύψιστη [[μορφή]].
|mltxt=[[ἐπιτελείωσις]], ἡ (Α) [[επιτελειώ]]<br /><b>1.</b> [[συμπλήρωση]], [[επιτέλεση]] («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχαριστήρια [[θυσία]] για τη [[γέννηση]] παιδιού («[[μήτε]] γὰρ εἰς γάμους ἴτω [[μήτε]] εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> τέλεια, ύψιστη [[μορφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτελείωσις:''' -εως, ἡ, [[εκτέλεση]], [[αποπεράτωση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτελείωσις Medium diacritics: ἐπιτελείωσις Low diacritics: επιτελείωσις Capitals: ΕΠΙΤΕΛΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: epiteleíōsis Transliteration B: epiteleiōsis Transliteration C: epiteleiosis Beta Code: e)pitelei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A after-offering, esp. in thanksgiving for the birth of a child, Pl. Lg.784d.    II accomplishment, completion, τῆς εὐχῆς Plu.Num. 14, cf. 2.961c ; ἐ. τῆς πολιτείας, of the Censorship at Rome, Id.Cat. Ma.16, Flam.18.

German (Pape)

[Seite 990] ἡ, die Vollendung, τῆς εὐχῆς u. ä. Plut. oft, z. B. Num. 14; πολιτείας, die höchste Würde im Staate, Flam. 18 Cat. mai. 16. – Plat. Legg. VI, 784 d μήτε εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις, gewöhnlich Dankopfer nach der Geburt eines Kindes erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, κατόπιν γινομένη προσφορά, ἰδίως εὐχαριστήριος ἐπὶ τῇ γεννήσει τέκνου, ἐπιτελείωσις παίδων Πλατ. Νόμοι 784D. ΙΙ. ἐκτέλεσις, συμπλήρωσις, τινος Πλουτ. Νουμ. 14. 2, 961C· ἐπ. τῆς πολιτείας, περὶ τῆς Τιμητείας ἐν Ρώμῃ, ὁ αὐτ. Κάτων Πρεσβ. 16, Φλαμιν. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
accomplissement, particul. action de remplir une charge.
Étymologie: ἐπιτελειόω.

Greek Monolingual

ἐπιτελείωσις, ἡ (Α) επιτελειώ
1. συμπλήρωση, επιτέλεση («τήν ἐπιτελείωσιν τῆς εὐχῆς», Πλούτ.)
2. ευχαριστήρια θυσία για τη γέννηση παιδιού («μήτε γὰρ εἰς γάμους ἴτω μήτε εἰς τὰς τῶν παίδων ἐπιτελειώσεις», Πλάτ.)
3. τέλεια, ύψιστη μορφή.

Greek Monotonic

ἐπιτελείωσις: -εως, ἡ, εκτέλεση, αποπεράτωση, σε Πλούτ.