ἑπτάμηνος: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἑπτάμηνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί [[επτά]] μήνες («επτάμηνη [[προθεσμία]], [[παράταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επτάμηνο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] [[επτά]] μηνών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]] [[μετά]] τη σύλληψή του, ο [[εφταμηνίτικος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἑπτάμηνος]]<br />το επτάμηνο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑπτάμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο [[μήνα]], [[εφταμηνίτικος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, παιδίον, βρέφος, τέκνον,
A a seven months' child, Hp.Septim.passim ; τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα [τέκνα], Hdt.6.69, cf. Arist.HA584a36. II ἑπτάμηνος, ἡ, a space of seven months, Placit.5.18.1, cf. IG12(1).53 (Rhodes).
German (Pape)
[Seite 1012] dasselbe, τέκνον, ein Siebenmonatskind, Her. 6, 69; Arist. H. A. 7, 4; ἡ ἑπτάμηνος, Zeit von sieben Monaten, Plut. plac. phil. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάμηνος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ γεννηθεὶς τὸν ἕβδομον μῆνα μετὰ τὴν σύλληψιν αὐτοῦ, παιδίον, βρέφος, τέκνον ἑπτάμηνον, «ἑφταμηνίτικον», Ἱππ. 254. 24, κ. ἀλλ.˙ τίκτειν τινὰ ἑπτάμηνον, τίκτειν ἑπτάμηνα τέκνα Ἡρόδ. 6. 69, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 9. ΙΙ. ἑπτάμηνος, ἡ, ἑπτὰ μηνῶν χρονικὸν διάστημα, Πλούτ. 2. 907F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de sept mois ; ἡ ἑπτάμηνος PLUT durée ou période de sept mois.
Étymologie: ἑπτά, μήν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάμηνος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί επτά μήνες («επτάμηνη προθεσμία, παράταση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επτάμηνο
χρονικό διάστημα επτά μηνών
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα μετά τη σύλληψή του, ο εφταμηνίτικος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑπτάμηνος
το επτάμηνο.
Greek Monotonic
ἑπτάμηνος: -ον (μήν), αυτός που γεννήθηκε τον έβδομο μήνα, εφταμηνίτικος, σε Ηρόδ.