έριθος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, fragment 761
(14) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔριθος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα για θεριστές) [[εργάτης]] με [[ημερομίσθιο]]<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> <i>αἱ ἔριθοι</i><br />εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το [[μαλλί]], κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)<br /><b>3.</b> (και για αράχνες) <b>φρ.</b> «[[πάντα]] δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («[[τλήμων]] γαστρὸς [[ἔριθος]]» — ο δυστυχισμένος [[υπηρέτης]] της κοιλιάς, δηλ. το [[αέριο]] που προέρχεται από την [[κοιλιά]], η [[πορδή]], Ύμν. εις Ερμ·).<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἔριθος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (ιδιαίτερα για θεριστές) [[εργάτης]] με [[ημερομίσθιο]]<br /><b>2.</b> <b>μτγν.</b> <i>αἱ ἔριθοι</i><br />εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το [[μαλλί]], κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)<br /><b>3.</b> (και για αράχνες) <b>φρ.</b> «[[πάντα]] δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (<b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[υπηρέτης]], [[δούλος]] («[[τλήμων]] γαστρὸς [[ἔριθος]]» — ο δυστυχισμένος [[υπηρέτης]] της κοιλιάς, δηλ. το [[αέριο]] που προέρχεται από την [[κοιλιά]], η [[πορδή]], Ύμν. εις Ερμ·).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />η [[σύνδεση]] της λ. με το <i>έριον</i> [[είναι]] [[καθαρά]] παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα [[εριθάκη]] και [[ερίθακος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>εριθακής</i>, [[εριθεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>συν</i>-[[έριθος]] και <i>φιλ</i>-[[έριθος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἔριθος, ὁ, ἡ (Α)
1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο
2. μτγν. αἱ ἔριθοι
εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)
3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.)
4. μτφ. υπηρέτης, δούλος («τλήμων γαστρὸς ἔριθος» — ο δυστυχισμένος υπηρέτης της κοιλιάς, δηλ. το αέριο που προέρχεται από την κοιλιά, η πορδή, Ύμν. εις Ερμ·).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
η σύνδεση της λ. με το έριον είναι καθαρά παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα εριθάκη και ερίθακος.
ΠΑΡ. αρχ. εριθακής, εριθεύομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. συν-έριθος και φιλ-έριθος].