ευαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς νοῡς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό [[άγγιγμα]], που εγγίζει [[ελαφρά]] («[[εὐαφής]] [[ἀνήρ]]», Αρετ.)<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[φυσικός]], [[αβίαστος]] («εὐαφὴς [[μετάβασις]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαφῶς</i>, ιων. τ. <i>εὐαφέως</i><br />α) απαλά, [[μαλακά]], [[ελαφρά]]<br />β) [[σαφώς]], ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αφή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>συν</i>-[[αφής]]].
|mltxt=[[εὐαφής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο [[απαλός]] στην αφή, ο [[μαλακός]] («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές [[εἶναι]] (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα<br /><b>3.</b> [[ευαίσθητος]] («εὐαφὴς νοῡς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό [[άγγιγμα]], που εγγίζει [[ελαφρά]] («[[εὐαφής]] [[ἀνήρ]]», Αρετ.)<br /><b>5.</b> [[εύκολος]], [[φυσικός]], [[αβίαστος]] («εὐαφὴς [[μετάβασις]]», <b>Λουκιαν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐαφῶς</i>, ιων. τ. <i>εὐαφέως</i><br />α) απαλά, [[μαλακά]], [[ελαφρά]]<br />β) [[σαφώς]], ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<span style="color: red;"><</span> <i>αφή</i>), [[πρβλ]]. <i>συν</i>-[[αφής]]].
}}
}}

Revision as of 08:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐαφής, -ές (ΑΜ)
1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)
2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῡς», Πλούτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό άγγιγμα, που εγγίζει ελαφράεὐαφής ἀνήρ», Αρετ.)
5. εύκολος, φυσικός, αβίαστος («εὐαφὴς μετάβασις», Λουκιαν.).
επίρρ...
εὐαφῶς, ιων. τ. εὐαφέως
α) απαλά, μαλακά, ελαφρά
β) σαφώς, ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αφής (< αφή), πρβλ. συν-αφής].