εὔλοφος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]] («[[εὔλοφος]] κυνῆ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπομένει καλά τον [[ζυγό]], ο [[ισχυρός]], ο [[υπομονετικός]] («[[εὔλοφος]] [[αὐχήν]]», Δαμάσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλόφως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υπομονετικά<br /><b>2.</b> γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ [[ὄντα]] τὸν λόγον», λεξ. [[Σούδα]]).
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλοφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[λοφίο]] («[[εὔλοφος]] κυνῆ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που υπομένει καλά τον [[ζυγό]], ο [[ισχυρός]], ο [[υπομονετικός]] («[[εὔλοφος]] [[αὐχήν]]», Δαμάσκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλόφως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> υπομονετικά<br /><b>2.</b> γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ [[ὄντα]] τὸν λόγον», λεξ. [[Σούδα]]).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔλοφος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλοφος Medium diacritics: εὔλοφος Low diacritics: εύλοφος Capitals: ΕΥΛΟΦΟΣ
Transliteration A: eúlophos Transliteration B: eulophos Transliteration C: eylofos Beta Code: eu)/lofos

English (LSJ)

ον,

   A well-plumed, κυνῆ S.Aj. 1286, cf.Fr.341; κράνος Hld. 7.5.    II taking the yoke well, strong, patient, opp. δύσλοφος, νῶτον Lyc.776; αὐχήν Dam. Isid.89. Adv. -φως, ὑποφέρειν τι Phld.Mort. 35; φέρειν Dam.Isid.190, Eust.1653.6; ἀγωνίζεσθαι Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 1079] 11 mit schönem Helmbusch, κυνῆ Soph. Ai. 1256; σφήκωμα frg. 314; κράνος Hel. 7, 5. – 2) mit gutem, geduldigem Nacken, gehorsam, νῶτος Lycophr. 776; εὐλόφως φέρειν, Soph.; mit starkem Nacken, αὐχήν, VLL.; so εὐλόφως ἀγωνίζεσθαι, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὔλοφος: -ον, ἔχων ὡραῖον λόφον, κυνῆ Σοφ. Αἴ. 1286, πρβλ. σφήκωμα καὶ ἴδε Ἡλιόδ. 7. 5. ΙΙ. ὁ αἴρων τὸν ζυγόν καλῶς, ἰσχυρός, ὑπομονητικός, ἀντίθετ. τῷ δύσλοφος, αὐχὴν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· νῶτον Λυσ. 776. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔλοφος· ῥᾴδιος, εὐχερής·» ― Ἐπίρρ. εὐλόφως φέρειν Εὐστ. 1653. 6, πρβλ. εὔλογος ΙΙ· «εὐλόφως, γενναίως» Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle aigrette.
Étymologie: εὖ, λόφος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔλοφος, -ον)
αυτός που έχει ωραίο λοφίοεὔλοφος κυνῆ», Σοφ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που υπομένει καλά τον ζυγό, ο ισχυρός, ο υπομονετικόςεὔλοφος αὐχήν», Δαμάσκ.).
επίρρ...
εὐλόφως (ΑΜ)
1. υπομονετικά
2. γενναία («ὁ δὲ πρὸς τοὺς ἐπαναστάτας εὐλόφως ἀγωνισάμενος, ἐπέδειξεν ἀληθῆ ὄντα τὸν λόγον», λεξ. Σούδα).

Greek Monotonic

εὔλοφος: -ον, αυτός που έχει καλούς λόφους, σε Σοφ.