ἡμιθανής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἡμιθανής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] ζωής και θανάτου, σε [[κώμα]], [[μισοπεθαμένος]], [[σχεδόν]] [[νεκρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θνήσκω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>θανής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[ἡμιθανής]], -ές)<br />αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] ζωής και θανάτου, σε [[κώμα]], [[μισοπεθαμένος]], [[σχεδόν]] [[νεκρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θνήσκω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτι</i>-<i>θανής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιθᾰνής:''' -ές ([[θνῄσκω]]), [[μισοπεθαμένος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιθᾰνής Medium diacritics: ἡμιθανής Low diacritics: ημιθανής Capitals: ΗΜΙΘΑΝΗΣ
Transliteration A: hēmithanḗs Transliteration B: hēmithanēs Transliteration C: imithanis Beta Code: h(miqanh/s

English (LSJ)

ές,

   A half-dead, Str.2.3.4, LXX 4 Ma.4.11, Ev.Luc.10.30, AP11.392 (Lucill.), PAmh.2.141.13 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halb todt; Strab. II, 98; Lucill. 66 (XI, 392) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιθᾰνής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. ἡμιθνής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à demi-mort.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.

English (Strong)

from a presumed compound of the base of ἥμισυ and θνήσκω; half dead, i.e. entirely exhausted: half dead.

English (Thayer)

ἡμιθανες (from ἠμί half, and θνῄσκω, 2nd aorist ἔθανον), half dead: Dionysius Halicarnassus 10,7); Diodorus 12,62; Strabo 2, p. 98; Anthol. 11,392, 4; (4 Maccabees 4:11); others.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἡμιθανής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι-θανής].

Greek Monotonic

ἡμιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), μισοπεθαμένος, σε Ανθ.