θέσσασθαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θέσσασθαι]] (Α)<br />(ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.)<br />[[προσεύχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στον ενεστ. [[ποθώ]]. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>hedh</i>- «[[ζητώ]], [[ποθώ]]», από την οποία προέρχονται [[επίσης]] τα: αρχ. ιρλ. υποτ. -<i>gessam</i> και αβεστ. ενεστ. <i>ĵaidyemi</i> = αρχ. περσ. <i>ĵadiy</i><i>ā</i><i>miy</i> «[[ζητώ]]». Εμφανίζει ρηματ. [[επίθετο]] -<i>θεστός</i>, μόνο εν συνθέσει ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>θεστος</i>, <i>από</i>-<i>θεστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>θεστος</i>)].
|mltxt=[[θέσσασθαι]] (Α)<br />(ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.)<br />[[προσεύχομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο [[οποίος]] αντιστοιχεί στον ενεστ. [[ποθώ]]. Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>hedh</i>- «[[ζητώ]], [[ποθώ]]», από την οποία προέρχονται [[επίσης]] τα: αρχ. ιρλ. υποτ. -<i>gessam</i> και αβεστ. ενεστ. <i>ĵaidyemi</i> = αρχ. περσ. <i>ĵadiy</i><i>ā</i><i>miy</i> «[[ζητώ]]». Εμφανίζει ρηματ. [[επίθετο]] -<i>θεστός</i>, μόνο εν συνθέσει ως β' συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>θεστος</i>, <i>από</i>-<i>θεστος</i>, <i>πολύ</i>-<i>θεστος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέσσασθαι:''' ελλειπτ. αόρ. αʹ, [[προσεύχομαι]], ζητώ με [[προσευχή]], σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσσασθαι Medium diacritics: θέσσασθαι Low diacritics: θέσσασθαι Capitals: ΘΕΣΣΑΣΘΑΙ
Transliteration A: théssasthai Transliteration B: thessasthai Transliteration C: thessasthai Beta Code: qe/ssasqai

English (LSJ)

poet. aor.

   A pray for, c. acc. θεσσάμενος γενεήν Hes.Fr. 201; γλυκερὸν νόστον Archil.11; παίδων γένος A.R.1.824, cf. Euph. 136: c. inf., τάν ποτ' εὔανδρον [εἶναι] . . θέσσαντο prayed that this land might be... Pi.N.5.10 (Hsch. also has θέσσεσθαι, θεσσόμενος, θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι):—hence Adj. θεστός, only in compds. ἀπόθεστος, πολύθεστος (q.v.), Boeot. pr. n. Θεόφειστος, Ion. Ἐρμόθεστος. (Perh. g[uglide]hedh-, cf. πόθος (fr. φόθος), OIr. -guidiu, Welsh gweddïo 'pray', Lith. gedėti 'mourn'; θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι seem to be analogical formations.)

German (Pape)

[Seite 1204] nur p. u. im aor., auflehen, flehend Schutz suchen, = ἱκετεύειν; θέσσαντο Pind. N. 5, 10, Schol. ηὔξαντο; θεσσάμενος Hes. frg. 23; θεσσάμενοι Ap. Rh. 4, 824, was vom Schol. Par. erkl. wird αἰτήσαντες, ἐξ αἰτήσεως ἀναλαβόντες, vgl. Archil. frg. 55. Vielleicht hängt es mit τίθημι zusammen oder mit θάσσειν, vgl. Buttm. Lexil. II p. 111.

Greek (Liddell-Scott)

θέσσασθαι: ποιητ. ἀόρ. = αἰτῆσαι (Ἡσύχ.), εὔχομαι, ζητῶ διὰ προσευχῆς, μετ’ αἰτιατ., θεσσάμενος γενεὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 23 (9)˙ γλυκερὸν νόστον Ἀρχίλ. 10˙ παίδων γένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824˙ μετ’ ἀπαρ., τάν ποτ’ εὔανδρον εἶναι... θέσσαντο, ηὐχήθησαν νὰ εἶναιχώρα αὕτη..., Πίνδ. Ν. 5. 18. - Ἐντεῦθεν τὸ ῥημ. ἐπίθ. θεστός, ἐν τοῖς Ὁμηρ. Συνθέτοις ἀπόθεστος, πολύθεστος. ((Ἡ√ΘΕΣ κατὰ Κούρτ. Φαίνεται ἐν τῇ λ. θεός, ὃ ἴδε).

English (Slater)

θέσσασθαι def. aor.,
   1 prayed (to be) c. pred. adj. (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)

Greek Monolingual

θέσσασθαι (Α)
(ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.)
προσεύχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέθ-σασ-θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα gwhedh- «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. -gessam και αβεστ. ενεστ. ĵaidyemi = αρχ. περσ. ĵadiyāmiy «ζητώ». Εμφανίζει ρηματ. επίθετο -θεστός, μόνο εν συνθέσει ως β' συνθετικό (πρβλ. ά-θεστος, από-θεστος, πολύ-θεστος)].

Greek Monotonic

θέσσασθαι: ελλειπτ. αόρ. αʹ, προσεύχομαι, ζητώ με προσευχή, σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).