θελξίπικρος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θελξίπικρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την [[πικρία]], που προξενεί [[ηδονή]] με [[πικρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]]. | |mltxt=[[θελξίπικρος]], -ον (Α)<br />αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την [[πικρία]], που προξενεί [[ηδονή]] με [[πικρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πικρός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θελξίπικρος:''' ον, ο γλυκά [[επώδυνος]], σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sweetly painful, κνησμοναί App.Anth.3.158.
German (Pape)
[Seite 1193] κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 (App. 304).
Greek (Liddell-Scott)
θελξίπικρος: -ον, προξενῶν ἡδονὴν μετὰ πικρίας, κνησμονὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 304, ὡς τὸ γλυκύπικρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de douceur et d’amertume.
Étymologie: θέλγω, πικρός.
Greek Monolingual
θελξίπικρος, -ον (Α)
αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + πικρός.
Greek Monotonic
θελξίπικρος: ον, ο γλυκά επώδυνος, σε Ανθ. Π.