θηρόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(17) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηρόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ψυχή]] θηρίου, [[θηριώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>]. | |mltxt=[[θηρόθυμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ψυχή]] θηρίου, [[θηριώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>θυμος</i>, <i>οξύ</i>-<i>θυμος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηρόθῡμος:''' -ον, αυτός που έχει άγριο [[πνεύμα]], [[θηριώδης]], σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sentiments farouches.
Étymologie: θήρ, θυμός.
Greek Monolingual
θηρόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσ-θυμος, οξύ-θυμος].
Greek Monotonic
θηρόθῡμος: -ον, αυτός που έχει άγριο πνεύμα, θηριώδης, σε Ανθ. Π.