ἴεμαι: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(17) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\wÄäÖöÜüẞß]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1239.png Seite 1239]] (als med. zu [[εἶμι]] betrachtet, oder zu [[ἵημι]] u. deswegen ἵεμαι geschrieben, wie Bekker Il. 12, 274 [[πρόσσω]] ἵεσθε), nur praes. u. impf., | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1239.png Seite 1239]] (als med. zu [[εἶμι]] betrachtet, oder zu [[ἵημι]] u. deswegen ἵεμαι geschrieben, wie Bekker Il. 12, 274 [[πρόσσω]] ἵεσθε), nur praes. u. impf., [[eiliggehen]], forteilen, Xen. An. 1, 5, 8. 3, 4, 41 u. öfter, von Krüger immer [[ἴεμαι]] geschr. S. Schäfer Plut. IV p. 326 Elmsl. u. Herm. Soph. O. R. 1242. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῑ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>]. | |mltxt=ἵεμαι (Α)<br /><b>1.</b> κινούμαι [[πρός]] τα [[εμπρός]]<br /><b>2.</b> βιάζομαι<br /><b>3.</b> [[επιδιώκω]], [[επιθυμώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. [[εἴσομαι]] και αόρ. [[εἴσατο]], στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -<i>F</i>-. Ο [[αρχικός]] τ. του ρήματος [[πρέπει]] να ήταν <i>Fεῑ</i>-<i>μαι</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>wei</i>- <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>veti</i>, <i>vyanti</i> «[[επιδιώκω]]», λιθ. <i>veju</i>, <i>vyti</i> «[[κυνηγώ]]», λατ. <i>v</i><i>ī</i><i>s</i> «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε <i>Fείεμαι</i> και αργότερα σε <i>ἵεμαι</i> (με -<i>ι</i>-μακρό) υπό την [[επίδραση]] του [[ἵημι]], <i>ἵεμαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]]», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά [[μετά]] τη σίγηση του <i>F</i>. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]] ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. <i>weyƏ</i><sup>1</sup>-. Δηλ. [[αρχικός]] ήταν ο τ. <i>Fέyε</i>-<i>μαι</i>, ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από το <i>Fείμαι</i>, υπό την [[επίδραση]] του <i>Fείσομαι</i>, <i>ἐFείσατο</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 6 January 2021
German (Pape)
[Seite 1239] (als med. zu εἶμι betrachtet, oder zu ἵημι u. deswegen ἵεμαι geschrieben, wie Bekker Il. 12, 274 πρόσσω ἵεσθε), nur praes. u. impf., eiliggehen, forteilen, Xen. An. 1, 5, 8. 3, 4, 41 u. öfter, von Krüger immer ἴεμαι geschr. S. Schäfer Plut. IV p. 326 Elmsl. u. Herm. Soph. O. R. 1242.
Greek Monolingual
ἵεμαι (Α)
1. κινούμαι πρός τα εμπρός
2. βιάζομαι
3. επιδιώκω, επιθυμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ομηρ. τ. με μέλλ. εἴσομαι και αόρ. εἴσατο, στον οποίο υπετέθη, λόγω μέτρου, αρχικό -F-. Ο αρχικός τ. του ρήματος πρέπει να ήταν Fεῑ-μαι (< IE wei- πρβλ. αρχ. ινδ. veti, vyanti «επιδιώκω», λιθ. veju, vyti «κυνηγώ», λατ. vīs «θέλεις») που μετασχηματίστηκε σε Fείεμαι και αργότερα σε ἵεμαι (με -ι-μακρό) υπό την επίδραση του ἵημι, ἵεμαι «ρίχνω, ορμώ», με το οποίο συνέπεσε μορφολογικά μετά τη σίγηση του F. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση ο ενεστ. σχηματίστηκε βάσει ενός παρεκτεταμένου θ. weyƏ1-. Δηλ. αρχικός ήταν ο τ. Fέyε-μαι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από το Fείμαι, υπό την επίδραση του Fείσομαι, ἐFείσατο].