ίππιος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(17) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἵππιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον [[σθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο [[ιπποδρόμιο]] («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἵππιος</i><br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Ρήγιο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱππία [[ἄνασσα]]» — η [[βασίλισσα]] τών Αμαζόνων, <b>Ευρ.</b><br />β) «[[ἵππιος]] [[Ποσειδῶν]]» — ο [[Ποσειδών]] ως [[δημιουργός]] του ίππου, <b>Αισχύλ.</b><br />γ) «[[ἵππιος]] Κολωνός» — ο Κολωνός, ως [[ιερό]] [[προς]] τιμήν του Ποσειδώνος, <b>Σοφ.</b><br />δ) «ἱππία [[Ἀθάνα]]» — επίθ. της Αθηνάς, <b>Σοφ.</b><br />ε) «ἱππία Ἥρα» — επίθ. της Ήρας στην [[Ολυμπία]], <b>Παυσ.</b><br />στ) «[[ἵππιος]] [[Ἄρης]]» — επίθ. του Άρη, <b>Παυσ.</b><br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἵππιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον [[σθένος]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο [[ιπποδρόμιο]] («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἵππιος</i><br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Ρήγιο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἱππία [[ἄνασσα]]» — η [[βασίλισσα]] τών Αμαζόνων, <b>Ευρ.</b><br />β) «[[ἵππιος]] [[Ποσειδῶν]]» — ο [[Ποσειδών]] ως [[δημιουργός]] του ίππου, <b>Αισχύλ.</b><br />γ) «[[ἵππιος]] Κολωνός» — ο Κολωνός, ως [[ιερό]] [[προς]] τιμήν του Ποσειδώνος, <b>Σοφ.</b><br />δ) «ἱππία [[Ἀθάνα]]» — επίθ. της Αθηνάς, <b>Σοφ.</b><br />ε) «ἱππία Ἥρα» — επίθ. της Ήρας στην [[Ολυμπία]], <b>Παυσ.</b><br />στ) «[[ἵππιος]] [[Ἄρης]]» — επίθ. του Άρη, <b>Παυσ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]]. Η λ. μαρτυρείται ήδη στον μυκηναϊκό τ. <i>iqija</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἵππιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.)
2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος
ονομασία ενός μήνα στο Ρήγιο
4. φρ. α) «ἱππία ἄνασσα» — η βασίλισσα τών Αμαζόνων, Ευρ.
β) «ἵππιος Ποσειδῶν» — ο Ποσειδών ως δημιουργός του ίππου, Αισχύλ.
γ) «ἵππιος Κολωνός» — ο Κολωνός, ως ιερό προς τιμήν του Ποσειδώνος, Σοφ.
δ) «ἱππία Ἀθάνα» — επίθ. της Αθηνάς, Σοφ.
ε) «ἱππία Ἥρα» — επίθ. της Ήρας στην Ολυμπία, Παυσ.
στ) «ἵππιος Ἄρης» — επίθ. του Άρη, Παυσ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἵππος. Η λ. μαρτυρείται ήδη στον μυκηναϊκό τ. iqija].