ίππιος

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source

Greek Monolingual

ἵππιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.)
2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος
ονομασία ενός μήνα στο Ρήγιο
4. φρ. α) «ἱππία ἄνασσα» — η βασίλισσα τών Αμαζόνων, Ευρ.
β) «ἵππιος Ποσειδῶν» — ο Ποσειδών ως δημιουργός του ίππου, Αισχύλ.
γ) «ἵππιος Κολωνός» — ο Κολωνός, ως ιερό προς τιμήν του Ποσειδώνος, Σοφ.
δ) «ἱππία Ἀθάνα» — επίθ. της Αθηνάς, Σοφ.
ε) «ἱππία Ἥρα» — επίθ. της Ήρας στην Ολυμπία, Παυσ.
στ) «ἵππιος Ἄρης» — επίθ. του Άρη, Παυσ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἵππος. Η λ. μαρτυρείται ήδη στον μυκηναϊκό τ. iqija].