κάθεσις: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάθεσις]], ἡ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[φορά]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]], [[κατάβαση]] («[[κατάβασις]] νέφους εἰς τοὺς [[κάτω]] τόπους», Επίκ.)<br /><b>2.</b> [[άφεση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέβασμα]], [[πτώση]] («[[κάθεσις]] τῆς [[κόμης]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> [[παρουσίαση]] δράματος στη [[σκηνή]], [[διδασκαλία]] δράματος<br /><b>4.</b> [[αλλοίωση]], [[εκφυλισμός]].
|mltxt=[[κάθεσις]], ἡ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[φορά]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]], [[κατάβαση]] («[[κατάβασις]] νέφους εἰς τοὺς [[κάτω]] τόπους», Επίκ.)<br /><b>2.</b> [[άφεση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέβασμα]], [[πτώση]] («[[κάθεσις]] τῆς [[κόμης]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> [[παρουσίαση]] δράματος στη [[σκηνή]], [[διδασκαλία]] δράματος<br /><b>4.</b> [[αλλοίωση]], [[εκφυλισμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάθεσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> опускание, спуск ([[μέχρι]] τοῦ μέσου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> отпускание, отращивание (τῆς [[κόμης]] Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθεσις Medium diacritics: κάθεσις Low diacritics: κάθεσις Capitals: ΚΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: káthesis Transliteration B: kathesis Transliteration C: kathesis Beta Code: ka/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (καθίημι)

   A letting down, τῆς κόμης D.L.1.109; of a diving-bell, Arist.Pr.960b33.    2 production of a play, Sch.Ar. V.1317, prob. in Sch.Ra.1060, Sch.Lys.1096.    3 insertion, τοῦ αὐλίσκου Ruf.Ren.Ves.7; of a finger, Antyll. ap. Orib.44.23.1; of a lancet, Orib.7.5.12.    II (from Pass.) descent, Arist.Mete.356a11; κ. νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, das Herablassen (καθίημι), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch οἴκησις, das sich Niederlassen (von καθέζομαι); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.

Greek (Liddell-Scott)

κάθεσις: -εως, ἡ, (καθίημι) τὸ ἀφιέναι πρὸς τὰ κάτω, καταβίβασις, τῆς κόμης Διογ. Λ. 1. 109. 2) ἡ παρουσίασις δραμάτων ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1060. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) κατάβασις, κάθοδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 22, Προβλ. 32. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάθεσιν· καταγωγήν, οἴκησιν».

Greek Monolingual

κάθεσις, ἡ (Α) καθίημι
1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβασηκατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.)
2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώσηκάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.)
3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος
4. αλλοίωση, εκφυλισμός.

Russian (Dvoretsky)

κάθεσις: εως ἡ1) опускание, спуск (μέχρι τοῦ μέσου Arst.);
2) отпускание, отращивание (τῆς κόμης Diog. L.).