καταυτόθι: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(19) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταυτόθι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[αυτού]], στον [[τόπο]] αυτό, σ' αυτό το [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐτόθι]] «σ' αυτόν τον [[τόπο]]»]. | |mltxt=[[καταυτόθι]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[αυτού]], στον [[τόπο]] αυτό, σ' αυτό το [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὐτόθι]] «σ' αυτόν τον [[τόπο]]»]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταυτόθι, adv., meteen. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A on the spot, A.R.2.16, 776, etc.; but in Hom. κατ' αὐτόθι shd. be read, for κατά belongs to the Verb, v. Hdn.Gr.(2.71) ad Il.10.273 on the accent.
German (Pape)
[Seite 1387] richtiger κατ' αὐτόθι, Il. 21, 201 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταυτόθι: Ἐπίρρ., αὐτοῦ, ἐπὶ τόπου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 16. 776· κτλ.· ἀλλὰ ἐν Δ. 537, Δ. 298 καὶ παρ᾿ Ὁμ. ἀνάγνωθι κατ᾿ αὐτόθι, διότι ἡ κατὰ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Κ. 273.
French (Bailly abrégé)
ou mieux κατ’ αὐτόθι;
adv.
là-même.
Étymologie: κατά, αὐτόθι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
καταυτόθι (Α)
επίρρ. αυτού, στον τόπο αυτό, σ' αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αὐτόθι «σ' αυτόν τον τόπο»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταυτόθι, adv., meteen.