κατασοβαρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασοβαρεύομαι]] (AM)<br />[[καταφρονώ]] κάποιον, του [[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοβαρεύομαι]] «[[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά»].
|mltxt=[[κατασοβαρεύομαι]] (AM)<br />[[καταφρονώ]] κάποιον, του [[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοβαρεύομαι]] «[[συμπεριφέρομαι]] αλαζονικά»].
}}
{{elru
|elrutext='''κατασοβαρεύομαι:''' высокомерно обращаться, надменно держать себя: κ. τινος Diog. L. смотреть свысока на кого-л.
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασοβᾰρεύομαι Medium diacritics: κατασοβαρεύομαι Low diacritics: κατασοβαρεύομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΟΒΑΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: katasobareúomai Transliteration B: katasobareuomai Transliteration C: katasovareyomai Beta Code: katasobareu/omai

English (LSJ)

   A regard haughtily, τινος J.BJ3.1.1, D.L.1.81, Men.Prot.p.321 D.

German (Pape)

[Seite 1380] med., sich stolz, hoffährtig betragen gegen Jem., τινός, D. L. 1, 81, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατασοβαρεύομαι: ἀποθ., σοβαρῶς, ὑπερηφάνως φέρομαι πρός τινα, καταφρονῶ, τινος· κατασοβαρεύσασθαι Διογ. Λ. 1. 81.

Greek Monolingual

κατασοβαρεύομαι (AM)
καταφρονώ κάποιον, του συμπεριφέρομαι αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»].

Russian (Dvoretsky)

κατασοβαρεύομαι: высокомерно обращаться, надменно держать себя: κ. τινος Diog. L. смотреть свысока на кого-л.