κερατέα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κερατέα]])<br />η [[χαρουπιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χτύπημα]] με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>, <i>πορτοκαλ</i>-<i>έα</i>)]. | |mltxt=η (ΑΜ [[κερατέα]])<br />η [[χαρουπιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[χτύπημα]] με κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>, <i>πορτοκαλ</i>-<i>έα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κερατέα:''' ή -ία, ἡ, [[ξυλοκέρατο]] ή [[χαρουπιά]] (Αραβ. kharoob)· οι καρποί της, <i>κεράτια</i>, <i>τά</i>, ονομάζονται και ως «το [[ψωμί]] του Αγ. Ιωάννη», [[επειδή]] πιστευόταν ότι ήταν οι καρποί που έφαγε στην [[ερημιά]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = κερατωνία, Gp.11.1; dub. sens. in POxy.2146.9 (iii A.D.), PGen.75.8 (iii/iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1422] ἡ, auch κερατεία u. κερατία, der Johannisbrotbaum; Strab. XVII, 822; Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κερατέα: ἢ ία, ἡ, ἡ ξυλοκερατέα, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὰ ξυλοκέρατα (Ἀραβ. kharoob, χαρουπιά), ― πρῶτος τύπος ἐν Γεωπ. 11. 1, ὁ δὲ δεύτερος ἐν Στράβ. 822, Πλιν. 26. 34··― ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο πληθ. κεράτια, τά, Διοσκ. 1. 168, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 16· καλεῖται παρὰ τοῖς Ἄγγλοις ἄρτος τοῦ ἁγ. Ἰωάννου ἐκ τοῦ ὅτι δῆθεν οὗτος ἦτο ὁ καρπὸς ὃν ἐκεῖνος ἔτρωγεν ἐν τῇ ἐρήμω· τρώγεται καὶ νῦν ἔτι ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἐν Ἰταλίᾳ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν ὡς τραγήματα, ἀλλὰ συνήθως δίδεται εἰς τοὺς χοίρους, διότι πιστεύεται ὅτι δίδει γλυκεῖάν τινα γεῦσιν εἰς τὴν σάρκα αὐτῶν. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 557.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
caroubier, arbre.
Étymologie: κέρας.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κερατέα)
η χαρουπιά
μσν.
χτύπημα με κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -ατος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, πορτοκαλ-έα)].
Greek Monotonic
κερατέα: ή -ία, ἡ, ξυλοκέρατο ή χαρουπιά (Αραβ. kharoob)· οι καρποί της, κεράτια, τά, ονομάζονται και ως «το ψωμί του Αγ. Ιωάννη», επειδή πιστευόταν ότι ήταν οι καρποί που έφαγε στην ερημιά, σε Καινή Διαθήκη