κεραμέας: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(20) |
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραμεύς]], -έως) [[κέραμος]]<br />αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για [[κατασκευή]] πήλινων αντικειμένων, [[κεραμουργός]], [[κεραμοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κεραμεῑς</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>Κεραμῆς</i><br />[[ονομασία]] δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεραμέως | |mltxt=ο (ΑΜ [[κεραμεύς]], -έως) [[κέραμος]]<br />αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για [[κατασκευή]] πήλινων αντικειμένων, [[κεραμουργός]], [[κεραμοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κεραμεῑς</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>Κεραμῆς</i><br />[[ονομασία]] δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς [[ἄνθρωπος]]» — [[κάθε]] σαθρό και επισφαλές [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κεραμεύς]] κεραμεῑ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (<b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 28 March 2021
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραμεύς, -έως) κέραμος
αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός
αρχ.
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς
ονομασία δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», Πλάτ.)
2. φρ. «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς ἄνθρωπος» — κάθε σαθρό και επισφαλές πράγμα
3. παροιμ. «κεραμεύς κεραμεῑ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (Ησίοδ.).