κερχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(20)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερχαλέος]], ή [[κερχναλέος]], -α, -ον (Α)<br />[[τραχύς]], [[ξερός]], [[βραχνός]] («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Β. λ. [[κέρχνος]]).
|mltxt=[[κερχαλέος]], ή [[κερχναλέος]], -α, -ον (Α)<br />[[τραχύς]], [[ξερός]], [[βραχνός]] («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Β. λ. [[κέρχνος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=κερχαλέος -α -ον [~ κέρχνος] hees, rauw. Hp.
}}
}}

Revision as of 07:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχᾰλέος Medium diacritics: κερχαλέος Low diacritics: κερχαλέος Capitals: ΚΕΡΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: kerchaléos Transliteration B: kerchaleos Transliteration C: kerchaleos Beta Code: kerxale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A rough, hoarse, βήξ Hp.Epid.7.16; κερχαλέον ὑποσυρίζειν v.l. for κερχναλέον ib.7:—written κερχναλέος, Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κερχᾰλέος: -α, -ον, σκληρός, ξηρός, τραχύς, βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.

Greek Monolingual

κερχαλέος, ή κερχναλέος, -α, -ον (Α)
τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερχαλέος -α -ον [~ κέρχνος] hees, rauw. Hp.