κιθάρισις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(20)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιθάρισις]], ἡ (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κιθάρισμα]], το [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψιλή]] [[κιθάρισις]]» — το [[παίξιμο]] της κιθάρας [[χωρίς]] [[άσμα]], [[χωρίς]] ωδή.
|mltxt=[[κιθάρισις]], ἡ (Α) [[κιθαρίζω]]<br /><b>1.</b> [[κιθάρισμα]], το [[παίξιμο]] της κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ψιλή]] [[κιθάρισις]]» — το [[παίξιμο]] της κιθάρας [[χωρίς]] [[άσμα]], [[χωρίς]] ωδή.
}}
{{elnl
|elnltext=κιθάρισις -εως, ἡ [κιθαρίζω] citerspel, het spelen op de citer:. κ. ψιλή kaal citerspel (citerspel zonder zang) Plat. Lg. 669e; ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει in dans, in fluitspel en in citerspel Aristot. Poët. 1448a10.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθάρῐσις Medium diacritics: κιθάρισις Low diacritics: κιθάρισις Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΙΣ
Transliteration A: kithárisis Transliteration B: kitharisis Transliteration C: kitharisis Beta Code: kiqa/risis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A playing on the cithara, Pl.Prt.325e; κ. ψιλή, i.e. without the voice, Id.Lg.669e, cf. Pae.Delph.15; αὔλησις καὶ κ. Phld.Mus.p.23 K.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, das Citherspiel; plat. Prot. 325 e; ψιλή, ohne Gesang, Legg. II, 669 e; vgl. Ath. VIII, 352 c u. XIV, 637 f.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρῐσις: ᾰ, -εως, ἡ, τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Πρωτ. 325E· κ. ψιλὴ, ὅ ἐστιν ἄνευ τοῦ ᾄσματος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 669E· ― πρβλ. ἔναυλος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Greek Monolingual

κιθάρισις, ἡ (Α) κιθαρίζω
1. κιθάρισμα, το παίξιμο της κιθάρας («ἐπιμελεῑσθαι εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καί κιθαρίσεως», Πλάτ.)
2. φρ. «ψιλή κιθάρισις» — το παίξιμο της κιθάρας χωρίς άσμα, χωρίς ωδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθάρισις -εως, ἡ [κιθαρίζω] citerspel, het spelen op de citer:. κ. ψιλή kaal citerspel (citerspel zonder zang) Plat. Lg. 669e; ἐν ὀρχήσει καὶ αὐλήσει καὶ κιθαρίσει in dans, in fluitspel en in citerspel Aristot. Poët. 1448a10.