κιγκλίδωμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(20)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κιγκλίδωμα]])<br />[[φραγμός]] από κάγκελα, [[περίφραγμα]] από κιγκλίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κιγκλίδωμα]] κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα [[πλάγια]] σκάλας και χρησιμεύουν ως [[στήριγμα]] εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κιγκλιδῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κιγκλίς]], -[[ίδος]] ή από μεταπλασμό του [[κιγκλίζω]] [Ι]). Το νεοελλ. [[κιγκλιδώνω]] μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. [[κιγκλιδωτός]]].
|mltxt=το (Μ [[κιγκλίδωμα]])<br />[[φραγμός]] από κάγκελα, [[περίφραγμα]] από κιγκλίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κιγκλίδωμα]] κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα [[πλάγια]] σκάλας και χρησιμεύουν ως [[στήριγμα]] εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κιγκλιδῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κιγκλίς]], -ίδος ή από μεταπλασμό του [[κιγκλίζω]] [Ι]). Το νεοελλ. [[κιγκλιδώνω]] μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. [[κιγκλιδωτός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

το (Μ κιγκλίδωμα)
φραγμός από κάγκελα, περίφραγμα από κιγκλίδες
νεοελλ.
φρ. «κιγκλίδωμα κλίμακας» — οι κιγκλίδες που τοποθετούνται στα πλάγια σκάλας και χρησιμεύουν ως στήριγμα εκείνων που ανέρχονται και κατέρχονται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο κιγκλιδῶ (< κιγκλίς, -ίδος ή από μεταπλασμό του κιγκλίζω [Ι]). Το νεοελλ. κιγκλιδώνω μαρτυρείται πολύ μεταγενέστερα. Μαρτυρείται εξάλλου και αρχ. ρηματ. επίθ. κιγκλιδωτός].