κίμβιξ: Difference between revisions
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κίμβιξ]], -ικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο [[μικρολόγος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχ. καθημερινής ομιλίας, σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιξ</i> / -<i>ικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλλ</i>-<i>ιξ</i>). Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[σκιπός]]<br />[[σκνιφός]], <i>ὁ [[μικρολόγος]]. | |mltxt=[[κίμβιξ]], -ικος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλάργυρος]], [[τσιγγούνης]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο [[μικρολόγος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο [[λεπτολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αρχ. καθημερινής ομιλίας, σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιξ</i> / -<i>ικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κόλλ</i>-<i>ιξ</i>). Συνδέεται πιθ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[σκιπός]]<br />[[σκνιφός]], <i>ὁ [[μικρολόγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κίμβιξ:''' -ῑκος, ὁ, [[γλίσχρος]], [[φιλάργυρος]], τσιγκούνης, σε Αριστ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ῑκος, ὁ,
A niggard, skinflint, Xenoph.21, Arist.EN1121b22, MM1192a9, EE1232a14, Chamael. ap. Ath.14.656d, Plu.2.632c. II metaph., of an author, fond of petty details, Ath.7.303e.
German (Pape)
[Seite 1438] ικος, ὁ, ein Knicker, Knauser, Geizhals; neben φειδωλός u. γλίσχρος Arist. eth. 4, 1; Plut. Symp. 2, 1, 5; καὶ αἰσχροκερδής Simonds. bei Ath. XIV, 656 d; übh. Kleinigkeitskrämer, der sich mit kleinlichen Dingen beschäftigt, VII, 303 e u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κίμβιξ: -ῑκος, ὁ, γλίσχρος, φιλάργυρος εἰς μικρὰ πράγματα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39, Μεγάλα Ἠθ. 1. 25, Ἠθ. Ε. 3. 4, 5, Ξενοφάν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 697, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 656D, Πλούτ. 2. 632D· ― μεταφ., ἐπὶ συγγραφέως φιλοῦντος νὰ διηγῆται ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, μικρολόγος Ἀθήν. 303Ε. (πρβλ. γνίφων, σκνιπός).
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
avare, ladre, pingre.
Étymologie: DELG mot pop. sans étym.
Greek Monolingual
κίμβιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. φιλάργυρος, τσιγγούνης
2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος
3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της αρχ. καθημερινής ομιλίας, σχηματισμένη με επίθημα -ιξ / -ικος (πρβλ. κόλλ-ιξ). Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου σκιπός
σκνιφός, ὁ μικρολόγος.
Greek Monotonic
κίμβιξ: -ῑκος, ὁ, γλίσχρος, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σε Αριστ. (άγν. προέλ.).