κλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(20)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλέπτης]])<br /><b>1.</b> <b>βλ.</b> [[κλέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[έντομο]] της οικογένειας ρυσιδίδες, της τάξης [[υμενόπτερα]].
|mltxt=ο (AM [[κλέπτης]])<br /><b>1.</b> <b>βλ.</b> [[κλέφτης]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[έντομο]] της οικογένειας ρυσιδίδες, της τάξης [[υμενόπτερα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλέπτης:''' -ου, ὁ ([[κλέπτω]]), [[κλέφτης]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, [[απατεώνας]], [[κακούργος]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέπτης Medium diacritics: κλέπτης Low diacritics: κλέπτης Capitals: ΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: kléptēs Transliteration B: kleptēs Transliteration C: kleptis Beta Code: kle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thief, Il.3.11; τὸν πυρὸς κ. A.Pr.946; κλέπτα δύο Ar.V.928; opp. ἅρπαξ (a robber), Myrtil.4; λῃστὰς ἢ κλέπτας Pl.R.351c, cf.Ev.Jo.10.8; ὁ τοῦ κ. λόγος, a logical fallacy, Arist.SE180b18.    2 generally, cheat, knave, S.Aj.1135; κακῶν ἀλλοτρίων κ. D.45.59.

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, der Dieb; Il. 3, 10; πυρός Aesch. Prom. 946; Eur. I. T. 1026; in Prosa, neben ἀποστερηταί u. λῃσταί Plat. Rep. I, 344 b, vgl. 351 c. – Uebh. der hinterlilig Handelnde, κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοπ οιὸς εὑρέθης Soph. Ai. 1114, ein trügerischer Richter; nach Schol. Ar. Plut. 27 später auch = der Kluhe

Greek (Liddell-Scott)

κλέπτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Γ. 11· τὸν πυρὸς κλ. Αἰσχύλ. Πρ. 946· κλέπτα δύο Ἀριστοφ. Σφ. 928, κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρπαξ (ὁ ἀποστερῶν φανερῶς), Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρὸς τὸ λῃστής, Πλάτ. Πολ. 351C· ― ὁ τοῦ κλέπτου λόγος, λογικὸν σόφισμα, ἴδε Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 25, 5· πρβλ. κλεπτίστατος. 2) καθόλου ἀπατεών, πανοῦργος, δόλιος (πρβλ. κλέπτω IV), Σοφ. Αἴ. 1135· κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης Δημ. 1119. 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voleur;
2 fourbe.
Étymologie: κλέπτω.

English (Autenrieth)

thief, Il. 3.11†.

English (Strong)

from κλέπτω; a stealer (literally or figuratively): thief. Compare λῃστής.

English (Thayer)

κλέπτου, ὁ (κλέπτω) (from Homer down), the Sept. for גַּנָּב, a thief: ἔρχεσθαι or ἥκειν ... ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, equivalent to to come unexpectedly, λῃστής, at the end.)

Greek Monolingual

ο (AM κλέπτης)
1. βλ. κλέφτης
2. ζωολ. έντομο της οικογένειας ρυσιδίδες, της τάξης υμενόπτερα.

Greek Monotonic

κλέπτης: -ου, ὁ (κλέπτω), κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· γενικά, απατεώνας, κακούργος, σε Σοφ.