κνισμός: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κνισμός]]) [[κνίζω]]<br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξοργισμός, [[εξερεθισμός]]<br /><b>2.</b> (στους εραστές) [[φιλονικία]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυλήσεως.
|mltxt=ο (Α [[κνισμός]]) [[κνίζω]]<br />[[κνησμός]], [[φαγούρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξοργισμός, [[εξερεθισμός]]<br /><b>2.</b> (στους εραστές) [[φιλονικία]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] χορού<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυλήσεως.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κνισμός:''' ὁ, [[φαγούρα]] του δέρματος, [[γαργάλημα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνισμός Medium diacritics: κνισμός Low diacritics: κνισμός Capitals: ΚΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: knismós Transliteration B: knismos Transliteration C: knismos Beta Code: knismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A itching, tickling, S.Fr.537; irritation, Ar.Pl.974; lovers' quarrel, Alciphr.1.29.    II tune for the flute, Tryphoap. Ath.14.618c.

German (Pape)

[Seite 1461] ὁ, = κνησμός, unangenehmer Reiz, Jucken auf der Haut, Sp.; gew. übertr. vom phasischen u. moralischen Reiz zur Liebe, Ar. Plut. 974; τάδ' ἐστὶ κνισμὸς καὶ φιλημάτων ψόφος Soph. bei Ath. XI, 487 d. Auch = Zank, verliebte Neckerei, κἄν μοι κνισμός τις πρὸς αὐτὸν ἢ διαφορὰ γένηται Alciphr. 1, 29. – Als eine Art von Liedern aufgeführt Ath. XIV, 618 c; ein Tanz Poll. 4, 100.

Greek (Liddell-Scott)

κνισμός: ὁ, κνησμός, «φαγοῦρα» τοῦ δέρματος, γαργαλισμός, μεταφορ., ἐπὶ πάθους, Σοφ. Ἀποσπ. 482, Ἀριστοφ. Πλ. 974˙ ― ἐρῶντος πειράγματα, Ἀλκίφρων 1. 29, πρβλ. κνίσμα. ΙΙ. εἶδος ᾄσματος ἢ χοροῦ, Ἀθήν. 618C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
démangeaison, excitation des sens.
Étymologie: κνίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κνισμός) κνίζω
κνησμός, φαγούρα
αρχ.
1. εξοργισμός, εξερεθισμός
2. (στους εραστές) φιλονικία
3. είδος χορού
4. είδος αυλήσεως.

Greek Monotonic

κνισμός: ὁ, φαγούρα του δέρματος, γαργάλημα, σε Αριστοφ.