κυκλώ: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(22)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῑν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.———————— <b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br /> κυκλῶ, -έω (Α) [[κύκλος]]<br /> <b>1.</b> [[μεταφέρω]] με [[άμαξα]] («κυκλήσομεν [[ἐνθάδε]] νεκρούς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κινώ]] [[γύρω]] [[γύρω]], κυκλικά, [[περιφέρω]] («[[πόδα]]... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]] [[περιοδικώς]] («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», <b>Σοφ.</b>)<br /> <b>4.</b> [[επαναφέρω]], [[επαναλαμβάνω]] («κυκλεῑν τὸν λόγον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /> <b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>κυκλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br /> α) [[περιβάλλω]], [[περιτριγυρίζω]]<br /> β) [[στριφογυρίζω]], [[περιστρέφω]] («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», <b>Πλάτ.</b>)<br /> γ) (για [[λόγια]]) [[περιέρχομαι]] από [[στόμα]] σε [[στόμα]], διαδίδομαι.<br /><b>(II)</b><br /> (AM κυκλῶ, -όω, Μ και [[κυκλώνω]])<br /> <b>βλ.</b> [[κυκλώνω]].
}}
}}

Revision as of 13:45, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κυκλῶ, -έω (Α) κύκλος
1. μεταφέρω με άμαξα («κυκλήσομεν ἐνθάδε νεκρούς», Ομ. Ιλ.)
2. κινώ γύρω γύρω, κυκλικά, περιφέρωπόδα... ἀνὰ κύκλον κυκλεῑς», Αριστοφ.)
3. (αμτβ.) επανέρχομαι περιοδικώς («πολλαὶ κυκλοῡσι νύκτες ἡμέραι τ' ἴσαι», Σοφ.)
4. επαναφέρω, επαναλαμβάνω («κυκλεῑν τὸν λόγον», Αριστοτ.)
5. μέσ. κυκλοῡμαι, -έομαι
α) περιβάλλω, περιτριγυρίζω
β) στριφογυρίζω, περιστρέφω («κυκλεῑσθαι δή... τὸν ἄτρακτον», Πλάτ.)
γ) (για λόγια) περιέρχομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι.
(II)
(AM κυκλῶ, -όω, Μ και κυκλώνω)
βλ. κυκλώνω.