Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κύφωμα: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(22)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κύφωμα]]) [[κυφούμαι]]<br />το [[κύρτωμα]] της σπονδυλικής στήλης, το [[καμπούριασμα]], η [[καμπούρα]] («[[ὅταν]] οὖν ἐν τοῑς [[κατά]] τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ [[κύφωμα]] γένηται, [[μάλιστα]] τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ [[μῆκος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />καμπύλωμα.
|mltxt=το (AM [[κύφωμα]]) [[κυφούμαι]]<br />το [[κύρτωμα]] της σπονδυλικής στήλης, το [[καμπούριασμα]], η [[καμπούρα]] («[[ὅταν]] οὖν ἐν τοῑς [[κατά]] τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ [[κύφωμα]] γένηται, [[μάλιστα]] τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ [[μῆκος]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />καμπύλωμα.
}}
{{elnl
|elnltext=κύφωμα -τος, τό [κυφόομαι] kromming, bochel.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφωμα Medium diacritics: κύφωμα Low diacritics: κύφωμα Capitals: ΚΥΦΩΜΑ
Transliteration A: kýphōma Transliteration B: kyphōma Transliteration C: kyfoma Beta Code: ku/fwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A hump on the back, Hp.Art.41 (sg. and pl.); κυφώματα σπονδύλων Ruf. ap. Orib.45.30.43.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, die Krümmung, der Buckel, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κύφωμα: τό, κύρτωμα ἐν τῷ σώματι, «καμπούρα» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807, Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 502, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
t. de méd. bosse.
Étymologie: κύπτω.

Greek Monolingual

το (AM κύφωμα) κυφούμαι
το κύρτωμα της σπονδυλικής στήλης, το καμπούριασμα, η καμπούραὅταν οὖν ἐν τοῑς κατά τὸν θώρακα σφονδύλοις τὸ κύφωμα γένηται, μάλιστα τούτοις ἀναυξητέα ἀποτελεῑται κατὰ τὸ μῆκος», Γαλ.)
μσν.
καμπύλωμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύφωμα -τος, τό [κυφόομαι] kromming, bochel.