μετατροπία: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μετατροπία]]) [[μετάτροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[μετάβαση]] από μια αρχική [[τονικότητα]] στο [[κλίμα]] της άλλης, με την [[προσφυγή]] [[είτε]] της μελωδίας [[είτε]] τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροπή]] ή [[μεταστροφή]] της τύχης<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανατροπή]]. | |mltxt=η (Α [[μετατροπία]]) [[μετάτροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> η [[μετάβαση]] από μια αρχική [[τονικότητα]] στο [[κλίμα]] της άλλης, με την [[προσφυγή]] [[είτε]] της μελωδίας [[είτε]] τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τροπή]] ή [[μεταστροφή]] της τύχης<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ανατροπή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετατροπία:''' ἡ, [[μεταστροφή]] της τύχης, [[αντιστροφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A turn of fortune, reverse, Pi.P.10.21 (pl.).
German (Pape)
[Seite 155] ἡ, = Vorigem, φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις Pind. P. 10, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετατροπία: ἡ, τροπὴ τύχης, ἀνατροπή, Ἀνθ. ΙΙ. 10. 31.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
changement, vicissitude, revers.
Étymologie: μετάτροπος.
English (Slater)
μετατροπία
1 change of fortune μὴ φθονεραῖς ἐκ θεῶν μετατροπίαις ἐπικύρσαιεν (P. 10.21)
Greek Monolingual
η (Α μετατροπία) μετάτροπος
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα της άλλης, με την προσφυγή είτε της μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες της δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή της τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.
Greek Monotonic
μετατροπία: ἡ, μεταστροφή της τύχης, αντιστροφή.