μετανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετανάστασις]], ἡ (Α) [[ματανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[μετοίκηση]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάλυση]], [[εξαφάνιση]], [[ανατροπή]], [[συντριβή]] («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).
|mltxt=[[μετανάστασις]], ἡ (Α) [[ματανίστημι]]<br /><b>1.</b> [[μετοίκηση]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταβολή]], [[αλλαγή]] («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάλυση]], [[εξαφάνιση]], [[ανατροπή]], [[συντριβή]] («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετανάστᾰσις:''' ἡ, [[μετανάστευση]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετανάστᾰσις Medium diacritics: μετανάστασις Low diacritics: μετανάστασις Capitals: ΜΕΤΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: metanástasis Transliteration B: metanastasis Transliteration C: metanastasis Beta Code: metana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A migration, in pl., Hp.Aër.20, Th.1.2, 2.16, X.Mem.3.5.12, Str.3.4.19: sg., of the soul, Ph.1.91: metaph., μεταναστάσεις τῆς γνώμης Procop.Arc.22.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Umzug von einem Orte zum andern, bes. erzwungene Umsiedelung, Thuc. 1, 2, οὐ ῥᾳδίως τὰς μεταναστάσεις ἐποιοῦντο, 2, 16; Xen. Mem. 3, 5, 12; Pol. 34, 1, 3 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετανάστᾰσις: ἡ, μετοίκησις, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Θουκ. 1. 2., 2. 16, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
émigration.
Étymologie: μετανίστημι.

Greek Monolingual

μετανάστασις, ἡ (Α) ματανίστημι
1. μετοίκηση από έναν τόπο σε άλλο («πολλῶν μεταναστάσεων ἐν τῇ Ἑλλάδι γεγονυιῶν», Ξεν.)
2. μτφ. μεταβολή, αλλαγή («μεταναστάσεις τῆς γνώμης», Προκ.)
3. μτφ. κατάλυση, εξαφάνιση, ανατροπή, συντριβή («ἀπείκασεν... σεισμῷ τὴν μετανάστασιν καὶ κατάλυσιν [τῆς εἰδωλολατρίας]», Ιππόλ.).

Greek Monotonic

μετανάστᾰσις: ἡ, μετανάστευση, σε Θουκ.