κωματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(22)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κωματώδης]], -ῶδες) [[κώμα]]<br />αυτός που κατέχεται από [[κώμα]], αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] κώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στο [[κώμα]] ή χαρακτηρίζεται από [[κώμα]] («[[κωματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληθαργικός]].
|mltxt=-ες (Α [[κωματώδης]], -ῶδες) [[κώμα]]<br />αυτός που κατέχεται από [[κώμα]], αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] κώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στο [[κώμα]] ή χαρακτηρίζεται από [[κώμα]] («[[κωματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληθαργικός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωματώδης -ες [κῶμα] in comateuze staat.
}}
}}

Revision as of 07:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμᾰτώδης Medium diacritics: κωματώδης Low diacritics: κωματώδης Capitals: ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kōmatṓdēs Transliteration B: kōmatōdēs Transliteration C: komatodis Beta Code: kwmatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A lethargic, Hp.Epid.1.26. β, 3.6.

German (Pape)

[Seite 1544] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κωματώδης: -ες, (εἶδος) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, νυσταλέος ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) ὅμοιος πρὸς κῶμα, ληθαργικός, ὕπνοι αὐτόθι 970· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

-ες (Α κωματώδης, -ῶδες) κώμα
αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμακωματώδης κατάσταση»)
αρχ.
ληθαργικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωματώδης -ες [κῶμα] in comateuze staat.