μισθοδότης: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]]. | |mltxt=ο (Α [[μισθοδότης]])<br />αυτός που δίνει [[μισθό]] σε άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-[[δότης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μισθοδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η [[πληρωμή]] των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A paymaster, Pl.R.463b, X.An.1.3.9, Aeschin.3.218, Plb.6.21.5, etc.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, der Lohngebende, Lohnherr; Plat. Rep. V, 463 b Xen. An. 1, 3, 9 u. Folgde; Pol. 2, 44, 3 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοδότης: -ου, ὁ, ὁ πληρώνων μισθούς, ὁ πληρωτὴς τῶν μισθῶν, Πλάτ. Πολ. 463Β, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 9, Αἰσχίν. 85. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui donne un salaire, une solde.
Étymologie: μισθός, δίδωμι.
Greek Monolingual
ο (Α μισθοδότης)
αυτός που δίνει μισθό σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης.
Greek Monotonic
μισθοδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθούς, που του έχει ανατεθεί η πληρωμή των μισθών, σε Πλάτ., Ξεν.