λαμπτήρας: Difference between revisions
From LSJ
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
(22) |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[λαμπτήρ]], -ῆρος) [[λάμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] φωτιστικό [[μέσο]] στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό [[ρεύμα]] για την [[παραγωγή]] του φωτός, [[λυχνία]], [[λάμπα]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[πυρσός]] που φωτίζει [[κατά]] τη [[νύχτα]], [[δάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκεύος]] ή [[σχάρα]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] στα οποία άναβαν [[φωτιά]] για φωτισμό ή για [[θέρμανση]] («[[αὐτίκα]] λαμπτῆρας | |mltxt=ο (AM [[λαμπτήρ]], -ῆρος) [[λάμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] φωτιστικό [[μέσο]] στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό [[ρεύμα]] για την [[παραγωγή]] του φωτός, [[λυχνία]], [[λάμπα]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[πυρσός]] που φωτίζει [[κατά]] τη [[νύχτα]], [[δάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκεύος]] ή [[σχάρα]] [[μέσα]] ή [[πάνω]] στα οποία άναβαν [[φωτιά]] για φωτισμό ή για [[θέρμανση]] («[[αὐτίκα]] λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Λαμπτήρ</i><br />[[προσωνυμία]] του Διονύσου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 13 October 2022
Greek Monolingual
ο (AM λαμπτήρ, -ῆρος) λάμπω
νεοελλ.
κάθε φωτιστικό μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή του φωτός, λυχνία, λάμπα
(μσν. -αρχ.)
1. πυρσός που φωτίζει κατά τη νύχτα, δάδα
αρχ.
1. σκεύος ή σχάρα μέσα ή πάνω στα οποία άναβαν φωτιά για φωτισμό ή για θέρμανση («αὐτίκα λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν», Ομ. Οδ.)
2. ως κύριο όν. ὁ Λαμπτήρ
προσωνυμία του Διονύσου.