λιγύμυθος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιγύμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με [[ευκρίνεια]] και [[καθαρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]]. | |mltxt=[[λιγύμυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλά με [[ευκρίνεια]] και [[καθαρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιγύς]] «[[οξύς]], [[δυνατός]]» <span style="color: red;">+</span> [[μῦθος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐγύμῡθος:''' -ον, αυτός που μιλάει ξεκάθαρα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clearspeaking, AP7.343.
German (Pape)
[Seite 43] hell, laut redend, v. l. für λιγύμοχθος u. λιγύθυμος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύμῡθος: -ον, εὐκρινῶς ὁμιλῶν, Ἀνθ. Π. 7. 343.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle clairement.
Étymologie: λιγύς, μῦθος.
Greek Monolingual
λιγύμυθος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με ευκρίνεια και καθαρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μῦθος.
Greek Monotonic
λῐγύμῡθος: -ον, αυτός που μιλάει ξεκάθαρα, σε Ανθ.