λινόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινόπτερος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά [[ιστία]] ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[λινόπτερος]], -ον (Α)<br />(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά [[ιστία]] ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυανό</i>-<i>πτερος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), αυτός που έχει λινά πανιά, λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόπτερος Medium diacritics: λινόπτερος Low diacritics: λινόπτερος Capitals: ΛΙΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: linópteros Transliteration B: linopteros Transliteration C: linopteros Beta Code: lino/pteros

English (LSJ)

ον,

   A sail-winged, λ. ναυτίλων ὀχήματα A.Pr.468.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen Flügeln, ναυτίλων ὀχήματα, d. i. mit Segeln, Aesch. Prom. 466.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόπτερος: -ον, ὁ ἔχων τὰ λινᾶ ἱστία ὡς πτέρυγας, λ. ναυτίλων ὀχήματα, «τὰ δίκην πτερῶν λινᾶ ἱστία ἔχοντα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 468.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes (càd aux voiles) de lin.
Étymologie: λίνον, πτερόν.

Greek Monolingual

λινόπτερος, -ον (Α)
(ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό-πτερος, χρυσό-πτερος].

Greek Monotonic

λῐνόπτερος: -ον (πτερόν), αυτός που έχει λινά πανιά, λέγεται για πλοία, σε Αισχύλ.