μάσμα: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(24)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάσμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μασ</i>.- του [[μαίομαι]] «[[αναζητώ]], [[ερευνώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=[[μάσμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[έρευνα]]<br /><b>2.</b> [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μασ</i>.- του [[μαίομαι]] «[[αναζητώ]], [[ερευνώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''μάσμα:''' ατος τό [[μάομαι]] поиски, расследование Plat.
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάσμα Medium diacritics: μάσμα Low diacritics: μάσμα Capitals: ΜΑΣΜΑ
Transliteration A: másma Transliteration B: masma Transliteration C: masma Beta Code: ma/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (μαίομαι)

   A search, Cratin.424; = ζήτημα, Pl.Cra. 421 b.

German (Pape)

[Seite 98] τό (μαω), das Suchen, Erforschen, von Plat. Crat. 421 a, τοῦτο εἶναι ὃν οὗ μάσμα ἐστίν, der Etvmologie wegen gebildet; Phot. erkl. μάστευμα, ζήτημα mit Bezug auf diese Stelle.

Greek (Liddell-Scott)

μάσμα: τό, (*μάω) ψηλάφησις, ζήτησις, ἔρευνα, Κρατῖν ἐν Ἀδήλ. 74, ἔνθα ἴδε Meineke, Πλάτ. Κρατ. 421A.

Greek Monolingual

μάσμα, τὸ (Α)
1. αναζήτηση, έρευνα
2. ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ.- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + κατάλ. -μα].

Russian (Dvoretsky)

μάσμα: ατος τό μάομαι поиски, расследование Plat.