μελαμφαής: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
|mltxt=[[μελαμφαής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, [[μαύρος]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]] («μελαμφαὲς οἴχεται δι' [[Ἔρεβος]] χθονὶ κρυφθείς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φαής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαμπρο</i>-<i>φαής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φαής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾰής Medium diacritics: μελαμφαής Low diacritics: μελαμφαής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: melamphaḗs Transliteration B: melamphaēs Transliteration C: melamfais Beta Code: melamfah/s

English (LSJ)

ές,

   A whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)˙ δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.

Spanish

que tiene una luz tenebrosa

Greek Monolingual

μελαμφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαής (< φάος), πρβλ. λαμπρο-φαής, χρυσο-φαής].

Greek Monotonic

μελαμφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή ανταύγεια, σε Ευρ.